- παμπ
- (pub). Τυπικό εγγλέζικο κέντρο, που συνδιάζει χαρακτηριστικά ταβέρνας, γαλλικού μπιστρό και ιταλικού μπαρ. Είναι μαγαζί εξουσιοδοτημένο να σερβίρει οινοπνευματώδη, αλλά υπό προϋποθέσεις: για παράδειγμα, ο ιδιοκτήτης δεν πρέπει να σερβίρει έναν φανερά μεθυσμένο πελάτη και είναι υποχρεωμένος να εμποδίζει στοιχήματα και τυχερά παιχνίδια. Στις παραδοσιακές π. υπάρχουν ελάχιστες πιθανότητες να μείνει κάποιος πολύ ώρα καθισμένος, η κατανάλωση γίνεται στον πάγκο και οι ώρες που μένουν ανοιχτά είναι λίγες ώρες το απόγεμα και λίγες το βράδυ, λιγότερες ακόμα το Σάββατο και πάντα στη διάκριση των τοπικών αρχών. Στις κωμοπόλεις και στα χωριά, οι π. σπανίζουν αλλά υπάρχει ένας ανάλογος τύπος μπαρ, το inn, όπου συγκεντρώνεται ο κόσμος και μπορεί να καταναλώσει οινοπνευματώδη. Π. κάθε είδους βρίσκουν τον παράδεισό τους, ελεύθερα από κανόνες και εμπόδια στη λονδρέζικη συνοικία του Σόχο.
Το εσωτερικό ενός χαρακτηριστικού παμπ στο Κέντ. Το συγκεκριμένο ονομάζεται «Παμπ του σταθμού» και φημίζεται για την ατμόσφαιρα του, κυρίως στους χειμερινούς μήνες, οπότε ανάβουν και το τζάκι του.
Dictionary of Greek. 2013.